- συμμαρτυρώ
- συμμαρτυρῶ, -έω, ΝΑ [συμμάρτυς, -υρος]καταθέτω ως μάρτυρας μαζί με άλλον ή καταθέτω την ίδια μαρτυρία με άλλον («ὡς... σύ μοι ξυμμαρτυρῇς οἷα πέφυκα», Ευρ.)νεοελλ.υφίσταμαι μαρτύρια μαζί με άλλοναρχ.(για πλανήτη) είμαι συμμάρτυρος*, έχω σχετική θέση προς κάποιον άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.